- ηδύγευστος
- -η, -ογλυκός στη γεύση, γλυκόπιοτος («φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου», Παπαδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + γευστός (< γεύομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek